- καθυποβάλλω
- (AM καθυποβάλλω)(επιτατ. τού υποβάλλω) υποβάλλω κάποιον σε κάτι («καθυποβάλλω ἀριθμῷ» — μετρώ, υποβάλλω σε αρίθμηση, Μάρκ. Διάκ.) νεοελλ.φρ. «καθυποβάλλω τα σέβη μου» — χαιρετισμός σε αξιοσέβαστο πρόσωπομσν.1. απονέμω, εκχωρώ, παραχωρώ2. προσθέτω, επισυνάπτω, προσαρτώμσν.-αρχ.υποτάσσω, κυριεύωαρχ.1. βάζω κάτι κάτω από κάτι άλλο2. ενοχοποιώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.